Melissa officinalis L.
World flora
- Οικογένεια
Lamiaceae
- Γένος
Melissa L.
- Είδη
- Melissa officinalis L.
Κοινό(α) ονόμα(τα)
- Μελισσόχορτο
Χρήσεις
- ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΤΡΟΦΙΜΟΥ
- καρύκευμα
- ΦΥΤΑ ΜΕΛΙΣΣΑΣ
- μέλι
- ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ
- διακοσμητικά
- ΥΛΙΚΟ
- αιθέρια έλαια
- ΦΑΡΜΑΚΟ
- λαογραφία
Θέλεις να βελτιώσετε αυτήν τη συλλογή εικόνων; Συνείσφερε στο Pl@ntNet